- ορίζομαι
- ορίζομαι, ορίστηκα, ορισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:ορίζομαι : η μτχ. ορισμένος απαντάται και ως επίθετο, π.χ. σε ορισμένη (→ δεδομένη, συγκεκριμένη) χρονική στιγμή.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ὁρίζομαι — ὁρίζω divide pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι … Dictionary of Greek
επικληρώ — ἐπικληρῶ και δωρ. τ. ἐπικλαρῶ, όω (Α) [επίκληρος] 1. διανέμω κάτι με κλήρο («τὸν ἄρχοντ’ ἐπικληροῡν ὁ νόμος τοῑς χοροῑς τοὺς αὐλητὰς κελεύει», Δημοσθ.) 2. καθορίζω, προσδιορίζω με κλήρο («τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων», Δημοσθ.) 3. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek